οἰκείωμα

οἰκείωμα
οἰκεί-ωμα, ατος, τό, in pl.,
A private or family affairs, Metrod.Fr.59.
2 affinity,

πρός τι Str.6.2.3

.
3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικείωμα — οἰκείωμα, τὸ (Α) [οικειώ] 1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.) 2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία 3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα… …   Dictionary of Greek

  • οἰκείωμα — private neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειώμασι — οἰκείωμα private neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειώματος — οἰκείωμα private neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειωματικός — οἰκειωματικός, ή, όν (Α) [οίκείωμα] (για επίθ.) κτητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”